haven$33982$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

haven$33982$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Haven (planet); HAVEN; The Haven; Haven (album); Haven (disambiguation)

haven      
n. λιμήν, όρμος, επίνειο
hard currency         
GLOBALLY TRADED CURRENCY THAT SERVES AS A RELIABLE AND STABLE STORE OF VALUE
Hard Currency; Hard currencies; Soft currency; Sound money; Safe-haven currency; Safe haven currency; Haven currency; Strong currency; Weak currency
σκληρό νόμισμα
soft currency         
GLOBALLY TRADED CURRENCY THAT SERVES AS A RELIABLE AND STABLE STORE OF VALUE
Hard Currency; Hard currencies; Soft currency; Sound money; Safe-haven currency; Safe haven currency; Haven currency; Strong currency; Weak currency
ασταθές νόμισμα

Ορισμός

Haven
·vt To shelter, as in a haven.
II. Haven ·noun A place of safety; a shelter; an Asylum.
III. Haven ·noun A bay, recess, or inlet of the sea, or the mouth of a river, which affords anchorage and shelter for shipping; a harbor; a port.

Βικιπαίδεια

Haven

Haven or The Haven may refer to:

  • Harbor or haven, a sheltered body of water where ships can be docked